κυλίσκη

κυλίσκη
κῠλ-ίσκη, , Dim. of κύλιξ, D.H.2.23, Poll.6.95, 10.66:—hence [var] Dim. [suff] κῠλ-ίσκιον, τό, Id.6.98, 10.66, cf. Ar.Ach.459 codd. (
A

κοτυλίσκιον Ath.11.479b

.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυλίσκη — κυλίσκη, ἡ (Α) μικρή κύλικα, κυπελλάκι, ποτηράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλ ιξ + υποκορ. κατάλ. ίσκη (πρβλ. στεφαν ίσκη, χυτρ ίσκη)] …   Dictionary of Greek

  • κυλίσκαις — κυλίσκη fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλίσκην — κυλίσκη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλίσκιον — κυλίσκιον, τὸ (Α) κυλίσκη*, κυπελλάκι, ποτηράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλίσκη + υποκορ. κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

  • κυλίσκαι — κυλίσκᾱͅ , κυλίσκη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”